- κατρακύλι
- το1. όργανο, κύλινδρος ή μικρός τροχός, που χρησιμεύει για να διευκολύνει το κύλισμα βαριών αντικειμένων2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ ή < κατρακύλα με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.